- εποχέας
- ο (Α ἐποχεύς) [επέχω]1. αυτός που εμποδίζει, συγκρατεί2. εξάρτημα άμαξας με το οποίο εμποδίζεται η κίνηση τών πίσω τροχών στον κατήφορο, η τροχοπέδη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εποχλεύς — ἐποχλεύς, ὁ (Μ) ο εποχέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για λανθασμένο τ. του επ οχεύς (< επέχω)] … Dictionary of Greek